- αντιχολερικός
- -ή, -όο κατάλληλος για την καταπολέμηση της χολέρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιχολερικός — ή, ό αυτός που καταπολεμά τη χολέρα: Οι κάτοικοι της περιοχής εκείνης μπολιάστηκαν με αντιχολερικό εμβόλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χολέρα — Βαριά, λοιμώδης, επιδημική γαστρεντερίτιδα που οφείλεται στο δονάκιο της χ. ή στο είδος δονάκιο El Tor. Εκδηλώνεται με εμέτους, επώδυνες συσπάσεις των μυών και πολλές χαρακτηριστικές υδαρείς, ορυζοειδείς κενώσεις, που οδηγούν σε έντονη αφυδάτωση … Dictionary of Greek